- κλιματολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλιματολογία («κλιματολογικές έρευνες»).επίρρ...κλιματολογικώςαπό κλιματολογική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. climatologique < climat(o)- (< κλίμα, -ατος) + logique (< -λογικός < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Σχινά και Ι. Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.